νεώλκηση

νεώλκηση
η [νεωλκώ]
η εργασία τής ανέλκυσης πλοίου από τη θάλασσα στην ξηρά και η τοποθέτησή του πάνω σε ειδική ναυπηγική σχάρα για επισκευή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεωλκία — νεωλκία, ἡ (Α) [νεωλκός] ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”